- λαίδης
- λαίδης· αἰχμαλωτός, Cyr. [full] λαίδιον· ἀριστερόν, εὐώνυμον, Hsch. [full] λαῖδος or [full] λᾷδος,A v. λῆδος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Λόρενς, Ντέιβιντ Χέρμπερτ — (David Herbert Lawrence, Ίστγουντ, Αγγλία 1885 – Βανς, Προβηγκία 1930). Άγγλος συγγραφέας. Αν και καταγόταν από εργατική οικογένεια, αντιμετώπιζε τις επίμονες προτροπές της οικογένειάς του να λάβει επιμελημένη μόρφωση. Δημοσίευσε το πρώτο του… … Dictionary of Greek
αυτοβιογραφία — Λογοτεχνικό είδος του πεζού γραπτού λόγου, στο κείμενο του οποίου ο συγγραφέας εξιστορεί την ίδια του τη ζωή. Διαφέρει από τη βιογραφία γιατί σε αυτήν ο συγγραφέας περιγράφει τη ζωή ενός άλλου προσώπου και όχι τη δική του. Η α. διαφέρει και από… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Βονασέρα, Ιωσηφίνα — (Σικελία 1838 – Αθήνα 1927). Ηθοποιός και τραγωδός. Κόρη μουσικού, ήρθε το 1848 στην Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε τον Φραγκίσκο Βονασέρα. Έπαιξε το 1862 για πρώτη φορά στο θέατρο Μπούκουρα με μεγάλη επιτυχία τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο έργο του… … Dictionary of Greek
Γουάιλντ, Όσκαρ — (Oscar Wilde, Δουβλίνο 1854 – Παρίσι 1900). Άγγλος συγγραφέας. Σπούδασε στην Οξφόρδη και επηρεάστηκε από τις απόψεις περί αισθητικής του Τζον Ράσκιν (αν και δεν δέχτηκε ποτέ τη θεωρία του για την ηθική βάση της τέχνης) και του Γουόλτερ Πέιτερ·… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ίτον, κολέγιο — (Eton College).Διάσημο, δημόσιο δευτεροβάθμιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Αγγλίας. Εδρεύει στην ομώνυμη κωμόπολη, στις όχθες του ποταμού Τάμεση, απέναντι από το Γουίντσορ. Το κολέγιο ιδρύθηκε από τον Ερρίκο ΣΤ’ το 1440 41, σχεδόν ταυτόχρονα με το… … Dictionary of Greek
Κέιμπριτζ — I (Cambridge). Πόλη (108.879 κάτ. το 2001) της Μεγάλης Βρετανίας στη νοτιοανατολική Αγγλία, πρωτεύουσα της ομώνυμης κομητείας (Cambridgeshire, 3.056 τ. χλμ., 552.655 κάτ. το 2001) και έδρα ενός από τα αρχαιότερα και σπουδαιότερα πανεπιστήμια του… … Dictionary of Greek
Κεμπλ — (Kemble). Επώνυμο οικογένειας Άγγλων ηθοποιών. 1. Σάρα Σίντονς (Sarah Siddons, 1755 – 1831). Υπήρξε η πιο διακεκριμένη από την οικογένεια Κ. Εργάστηκε στα θέατρα Ντρούρι Λέιν και Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου. Διακρίθηκε ιδιαίτερα στους τραγικούς… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek